στέρεμα

στέρεμα
το иссякание

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Смотреть что такое "στέρεμα" в других словарях:

  • στέρεμα — το διακοπή ροής, αποξήρανση: Το στέρεμα της πηγής αυτής δημιούργησε πολλά προβλήματα στο χωριό …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • στέρεμα — και στείρεμα, το, Ν [στερεύω] (σχετικά με πηγή ή ποταμό ή λίμνη) διακοπή ροής, σταμάτημα ροής …   Dictionary of Greek

  • στέρεψη — (I) η, Ν [στερεύω] στέρεμα. (II) η, Ν [στερώ] στέρηση …   Dictionary of Greek

  • στείρευμα — το, Ν βλ. στέρεμα …   Dictionary of Greek

  • στείρευση — η, Ν [στεφεύω] παύση ροής, στέρεμα …   Dictionary of Greek

  • στερέμνιος — ία, ον, ΜΑ, θηλ. και στερέμνιος Α στερεός, σκληρός («στερεμνιωτέρα τροφή», Κλήμ. Αλ.) μσν. το θηλ. ως ουσ. ἡ στερεμνία στερεότητα, σταθερότητα αρχ. 1. σταθερός 2. μτφ. ισχυρός, δυνατός 3. (το ουδ. στον πληθ. ως ουσ.) τὰ στερέμνια α) οι στερεές… …   Dictionary of Greek

  • στερεμός — ο, Ν [στερεύω] 1. στέρεμα 2. στέρηση 3. αποστέρηση προσώπου, χωρισμός («δεν νταγιαντώ, δεν νταγιαντώ τον εδικό σου στερεμό», δημ. τραγούδι) …   Dictionary of Greek

  • στείρευμα — στείρευμα, το και στέρεμα, το αποξήρανση πηγής, σταμάτημα ροής …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»